-
1 προκατοδύρομαι
προκατ-οδύρομαι [ῡ],Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκατοδύρομαι
См. также в других словарях:
προκατοδύρομαι — Α οδύρομαι, θρηνώ εκ τών προτέρων («τὴν ἐσομένην συμφοράν προκατοδύρεσθαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατοδύρομαι «θρηνώ πάρα πολύ»] … Dictionary of Greek